-
1 страховой
страховойприл ἀσφαλιστικός:\страховой агент ὁ ἀσφαλιστικός πράκτωρ· \страховой полис τό ἀσφαλιστικό συμβόλαιο. -
2 страховой
επ.1. ασφαλιστικός• -τήριος•-ое учреждение ασφαλιστικό ίδρυμα•
-ое общество ασφαλιστική εταιρία•
страховой агент βλ., страховщик. страховой врач γιατρός ασφαλιστικής εταιρίας•
полис ασφαλιστήριο συμβόλαιο (η πόλιτσα)•
-ая квитанция απόδειξη ασφάλειας•
страховой взнос τα ασφάλιστρα• το πριμ, πρέμιο.
2. για ώρα ανάγκης, εφεδρικός, για κάθε ενδεχόμενο. -
3 страховой
[στραχαβόΐ] επ. ασφαλιστικός -
4 страховой
[στραχαβόϊ] επ ασφαλιστικός -
5 представитель
ο αντιπρόσωπος, ο εκπρόσωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > представитель